τριχώδη

τριχώδη
τριχώδης
like hair
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
τριχώδης
like hair
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
τριχώδης
like hair
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λόφη — λόφη, ἡ (Α) η λοφιά («οἱ δὲ τὴν λόφην δασεῑαν εἶχον τριχώδη», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού λόφος, πιθ. κατά το κόμη] …   Dictionary of Greek

  • τριχώδης — ες / τριχώδης, ῶδες, ΝΑ [θρίξ, τριχός] όμοιος με τρίχα, τριχοειδής νεοελλ. γεμάτος τρίχες, τριχωτός αρχ. 1. αναμεμιγμένος με τρίχες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (τὰ) τριχώδη (κατά τον Ησύχ.) «ὄργανα πολιορκητικὰ πρὸς χώρησιν [ή πιθανώς ὀχύρωσιν]… …   Dictionary of Greek

  • υδροπτέριδες — (hydropteridae). Τάξη πτεριδόφυτων της κλάσης των πτεριδικών, που έχουν δύο ειδών σπόρια (μακροσποριάγγεια και μικροσποριάγγεια), χαρακτηριστικό που την ξεχωρίζει από τις άλλες φτέρες. Το έμβρυο των υ. αναπτύσσεται απευθείας σε ένα νέο φυλλοφόρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”